καταλέχομαι

καταλέχομαι
καταλέχομαι (Α)
είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λέχομαι «πλαγιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταλέγω — (I) καταλέγω (Α) βλ. καταλέχομαι. (II) (AM καταλέγω) κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιον μσν. 1. περιγράφω 2. λέω τραγούδι 3. (αμτβ.) διηγούμαι μσν. αρχ. 1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ 2. κατηγορώ… …   Dictionary of Greek

  • λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • παρακαταλέχομαι — Α κοιμάμαι, πλαγιάζω κοντά σε κάποιον («τῇ ὅ γε παρακατέλεκτο χόλον θυμαλγέα πέσσων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καταλέχομαι «κατακλίνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταλέχω — Α 1. κοιμάμαι με κάποιον 2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”